- ηέριος
- ἠέριος, -ίη, -ον (Α)1. πρωινός, αυγινός («ἠερίη δ' ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», Ομ. Ιλ.)2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ευήνεμος3. (για πτηνά) αυτός που ζει, που πετά στον αέρα4. αυτός διά μέσου τού οποίου δύσκολα μπορεί να δει κανείς, ομιχλώδης5. ιων. αυτός που έχει αερώδη σύσταση, που μοιάζει με αέρα6. αέρινος, αόρατος εξαιτίας τής αερώδους συστάσεως του7. φρ. «ἠέριαι ἄγραι» — το κυνήγι τών άγριων πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. Ως ιωνικός τ. τού αέριος «ομιχλώδης, αέρινος» ανήκει στα παράγωγα τού ἀήρ*. Με τη σημασία «πρωινός» ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο επίρρ. *ήερι (πρβλ. το ανθρωπωνύμιο Ηερί-βοια και πιθ. τα μυκηναϊκά ανθρωπωνύμια με α' συνθετικό Aeri-), από το οποίο προκύπτει διά συναιρέσεως το επίρρ. ήρι «νωρίς την αυγή». Το ηέριος συνδέεται επομένως και με το α' συνθετικό αρι- (< *αyερι, παράλλ. τ. τού *ήερι με βραχύ αρχικό φθόγγο) τού άριστον*(με αρχική σημασία «πρωινό γεύμα»). Κατ' άλλη άποψη, το ηέριος προήλθε από αρχαΐζοντα μεταπλασμό τού αμάρτυρου επιθ. *ήριος (< ήρι) κατά τα ηέλιος-ήλιος. Ο μακρός αρχικός φθόγγος τών *ήερι, ήρι, ηέριος αποδίδεται σε μετρικούς λόγους, δεδομένου ότι οι συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών έχουν όλοι βραχείς αρχικούς φθόγγους (βλ. λ. ήρι)].
Dictionary of Greek. 2013.